πλανησίμοιρος

πλανησίμοιρος
-ον, Α
αυτός που μοιραία προξενεί περιπλάνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος< πλάνησις + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. μεμψί-μοιρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”